παρφουμάρομαι


παρφουμάρομαι
Προφορά

Ετυμολογία
παρφουμάρομαι └γαλλ┘ (se) parfumer

Ερμηνεία
παρφουμάρομαι

✦ κ. παρφουμάρομαι ρ. (παρφουμαρ-ίστηκα, -ισμένος) χρησιμοποιώ αρωματικές ουσίες, βάζω άρωμα στο πρόσωπο, τα χέρια, τα μαλλιά κτλ.
✦ μτχ. παθ. πρκμ. παρφουμαρισμένος, -η, -ο ως επίθ., αρωματισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.