παρτούζα


παρτούζα
Προφορά

Ετυμολογία
παρτούζα └γαλλ┘ partouze

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρτούζα

✦ σεξουαλική πράξη στην οποία μετέχουν περισσότερα από δύο πρόσωπα, ομαδικός έρωτας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.