παρτιζάνος
Προφορά
Ετυμολογία
παρτιζάνος └γαλλ┘ partisan
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παρτιζάνος
✦ εθελοντής μαχητής, που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό, και αγωνίζεται για εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό ιδεώδες, επαναστάτης, αντάρτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–