παρτενέρ


παρτενέρ
Προφορά

Ετυμολογία
παρτενέρ └γαλλ┘ partenaire

Ερμηνεία
παρτενέρ

✦ άκλ. (παλαιότ. γρ. παρτεναίρ) συμπαίκτης
✦ συγχορευτής
✦ (γεν.) σύντροφος: ερωτικός παρτενέρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.