παρνασσισμός
Προφορά
Ετυμολογία
παρνασσισμός └γαλλ┘ parnasse
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παρνασσισμός
✦ γαλλική ποιητική σχολή του 19ου αι., που πίστευε στην αυστηρά επιμελημένη μορφή του στίχου και αντλούσε θέματα, κυρίως, από την αρχαία ιστορία και μυθολογία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–