παρμός


παρμός
Προφορά

Ετυμολογία
παρμός παίρνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρμός

✦ άλωση, κατάληψη, το πάρσιμο: λευτερωμός της Κρήτης, παρμός της Πόλης (Π. Πρεβελάκης)
✦ αρρώστια των γιδιών και των προβάτων, παρμάρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.