παρμένος


παρμένος
Προφορά

Ετυμολογία
παρμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος παίρνω

Ερμηνεία
παρμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο βλαμμένος στο μυαλό ή στο σώμα
✦ ημίπληκτος, μισοπαράλυτος
✦ φαντασιόπληκτος, αλλοπαρμένος

Συνώνυμα
λειψός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.