παρλαμέντο
Προφορά
Ετυμολογία
παρλαμέντο └ιταλ┘parlamento
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παρλαμέντο
✦ το κοινοβούλιο (παλαιότερη ονομ. πολυμελών σωμάτων στη Γαλλία, από τον 13ο αι., που ασκούσαν δικαστική εξουσία και αργότερα απέκτησαν και νομοθετική. Ονομ. των δύο κοινοβουλίων της Αγγλίας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–