παρθένος
Προφορά
Ετυμολογία
παρθένος αρχαία ελληνική παρθένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρθένος -α, -ο
✦ αγνός, αδιάφθορος
✦ (μτφ. ) άβατος, όπου κανείς δεν μπορεί να εισδύσει: παρθένο δάσος
✦ (μτφ. ) ανεκμετάλλευτος: παρθένες εκτάσεις – έδαφος παρθένο
✦ (μτφ. για πρόσ.) που δεν έχει πείρα ή γνώση για κάτι, ανίδεος: απληροφόρητος και ολότελα παρθένος από κάθε είδος κοινωνιολογία (Γ. Θεοτοκάς)
✦ αρσ. παρθένος ως ουσ. άνδρας που δεν έχει καμία σεξουαλική επαφή
✦ θηλ. παρθένα ως ουσ., βλ.λ
Συνώνυμα
άσπιλος, αμόλυντος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–