παρθένιο
Προφορά
Ετυμολογία
παρθένιο αρχαία ελληνική παρθένιον, υποκοριστικό του παρθένος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παρθένιο
✦ στην ελληνική αρχαιότητα, λυρικό άσμα που τραγουδιόταν από χορό παρθένων σε διάφορες γιορτές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–