παραμυθάς


παραμυθάς
Προφορά

Ετυμολογία
παραμυθάς παραμύθι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραμυθάς

✦ θηλ. παραμυθού αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σύνθεση και διήγηση παραμυθιών: πώς ο όμορφος βασιλιάς ενέπνεε ακόμη τους παραμυθάδες στις δημόσιες κρήνες (Ρέα Γαλανάκη)
✦ αυτός που έχει το χάρισμα να διηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο
✦ ο ψεύτης, που λέει παραμύθια: κάθεσαι κι ακούς αυτόν τον παραμυθά

Συνώνυμα
ψευταράς, ψευταράκος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.