παραμπαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραμπαίνω παρά + μπαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραμπαίνω
✦ μπαίνω πολύ ή συχνά
✦ (μτφ. ) ενοχλώ, παραγίνομαι φορτικός: του παραμπαίνεις του ανθρώπου και καμιά μέρα θα σε βρίσει
✦ (για υφάσματα) κονταίνω ή στενεύω υπερβολικά: με το πλύσιμο, το ρούχο παραμπήκε
Συνώνυμα
μπαίνω στη μύτη
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–