παραμορφώνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραμορφώνω παραμορφόω-ώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραμορφώνω
✦ μεταβάλλω στο χειρότερο τη μορφή πράγματος ώστε να γίνει αγνώριστο
✦ παραποιώ, αλλοιώνω: οι πρώτες πληροφορίες είχαν παραμορφώσει τα γεγονότα
✦ (ειρων.) παραμορφώνομαι, μορφώνομαι πολύ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–