παραμαζεύω


παραμαζεύω
Προφορά

Ετυμολογία
παραμαζεύω παρά + μαζεύω – μαζώνω

Ερμηνεία
παραμαζεύω

✦ κ. παραμαζώνω ρ. (παραμάζ-εψα κ. -ωξα, -εύτηκα κ. -ώχτηκα, -εμένος κ. -ωμένος) (για πράγμ.) μαζεύω, συμπτύσσω πολύ ή υπερβολικά
✦ συναθροίζω, συγκεντρώνω σκόρπια αντικείμενα
✦ τοποθετούμαι μαζί με άλλα πράγματα σε στενό χώρο
✦ (για πρόσ. μέσ.) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.