παραμένω
Προφορά
Ετυμολογία
παραμένω αρχαία ελληνική παραμένω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραμένω
✦ μένω κοντά
✦ διαμένω κάπου: οι σεισμόπληκτοι παραμένουν στο ύπαιθρο
✦ διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση: παραμένει κλινήρης – παρέμεινε σιωπηλός
✦ μένω κάπου περισσότερο απ’ όσο πρέπει: παραμείνανε οι μουσαφίρηδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–