παρακοιμώμενος
Προφορά
Ετυμολογία
παρακοιμώμενος μτχ. ενεστ. του ρήματος παρακοιμώμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παρακοιμώμενος
✦ τίτλος ανώτατου αυλικού αξιωματούχου στο Βυζάντιο (ο κοιμώμενος κοντά στον αυτοκράτορα)
✦ (μτφ. ) ο συνδεόμενος με κάποιον κατά τρόπο ώστε να αποτελεί πρόσωπο της εμπιστοσύνης του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–