παρακμή


παρακμή
Προφορά

Ετυμολογία
παρακμή μεταγενέστερη ελληνική παρακμή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρακμή

✦ ελάττωση της δυνάμεως, μαρασμός
(μτφ. ) κατάπτωση, ξεπεσμός
✦ χρονική περίοδος κατά την οποία παράγονται λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά κτλ. έργα κατώτερης αξίας από την αμέσως προηγούμενη

Συνώνυμα

Αντίθετα
ακμή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.