παρακινδυνευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
παρακινδυνευτικός αρχαία ελληνική παρακινδυνευτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρακινδυνευτικός -ή, -ό
✦ που παρακινδυνεύει, παράτολμος, ριψοκίνδυνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παρακινδυνευτικά (Κ παρακινδυνευτικώς)