παρακινδυνευμένος
Προφορά
Ετυμολογία
παρακινδυνευμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος παρακινδυνεύω
Ερμηνεία
παρακινδυνευμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ παρα(κε)κινδυνευμένος, -η, -ον) υπερβολικά τολμηρός, που εγκυμονεί κινδύνους: παρακινδυνευμένη ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ακίνδυνος
Επιρρήματα
–