παρακείμενος
Προφορά
Ετυμολογία
παρακείμενος μτχ. του αρχαίου ελληνικού ρ. παράκειμαι
Ερμηνεία
παρακείμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) που βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
✦ (γραμμ.) το αρσ. ο παρακείμενος ως ουσ., χρόνος του ρήματος που φανερώνει το ήδη τετελεσμένο κατά την παρούσα ώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–