παρακαταθήκη
Προφορά
Ετυμολογία
παρακαταθήκη αρχαία ελληνική παρακαταθήκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρακαταθήκη
✦ το κατατιθέμενο σε κάποιον για φύλαξη
✦ απόθεμα
✦ ιερή παρακαταθήκη, ό,τι διατηρείται και φυλάγεται ως πολύτιμη κληρονομιά των προγόνων, θρησκεία, έθιμα, παραδόσεις κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–