παρακαμπτήριος


παρακαμπτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
παρακαμπτήριος └θηλ┘ του επιθέτου παρακαμπτήριος

Ερμηνεία
παρακαμπτήριος

✦ επίθ. δευτερεύουσα οδική ή σιδηροδρομική γραμμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.