παρακέντηση


παρακέντηση
Προφορά

Ετυμολογία
παρακέντηση μεταγενέστερη ελληνική παρακέντησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρακέντηση

(ιατρ.) η διατρύπηση κοιλότητας, με σύριγγα, για αναρρόφηση υγρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.