παραγωγός


παραγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
παραγωγός αρχαία ελληνική παραγωγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η παραγωγός

✦ πρόσωπο που παράγει, που εργάζεται στην παραγωγή προϊόντων, γεωργός, βιοτέχνης, βιομήχανος κτλ.
✦ (ειδ.) ο υπεύθυνος της παραγωγής κινηματογραφικών, τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών κτλ. έργων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.