παραγωγικός


παραγωγικός
Προφορά

Ετυμολογία
παραγωγικός παραγωγή

Ερμηνεία
επίθετο┘ παραγωγικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή: η παραγωγική διαδικασία
✦ ο άφθονος σε παραγωγή, γόνιμος, πλουτοφόρος: επάγγελμα παραγωγικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
παραγωγικά (Κ παραγωγικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.