παραγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
παραγωγή αρχαία ελληνική παραγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παραγωγή
✦ ό,τι προέρχεται από την προσπάθεια του ανθρώπου και τη χρησιμοποίηση των φυσικών ή τεχνητών μέσων που έχει στη διάθεσή του
✦ το σύνολο των παραγομένων ειδών, προϊόντα
✦ (γραμμ.) σχηματισμός λέξης από άλλη
✦ (λογ.) λογισμός που από το γενικό συνάγει το μερικό, από την αρχή το επακολούθημα
✦ (στρατ.) σχηματισμός φάλαγγας
✦ (ναυτ.) σχηματισμός ναυτικής δυνάμεως σε ένα στοίχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επαγωγή
Επιρρήματα
–