παραγεγραμμένος


παραγεγραμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
παραγεγραμμένος μτχ. μέσ. πρκμ. του ρήματος παραγράφω

Ερμηνεία
παραγεγραμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) αυτός που έχει παραγραφεί, αυτός εναντίον του οποίου δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη εξαιτίας της παρόδου του οριζόμενου από τον νόμο χρόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.