παραγγελιοδότης


παραγγελιοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
παραγγελιοδότης παραγγελία + δίδω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραγγελιοδότης

✦ θηλ. παραγγελιοδότρια (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που δίνει εμπορική παραγγελία

Συνώνυμα

Αντίθετα
παραγγελιοδόχος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.