παραγγέλλω
Προφορά
Ετυμολογία
παραγγέλλω αρχαία ελληνική παραγγέλλω
Ερμηνεία
παραγγέλλω
✦ κ. παραγγέλνω ρ. (παρήγγ-ειλα κ. παράγγ-ειλα, -έλθηκα, -ελμένος) διαβιβάζω εντολή ή επιθυμία: πιάνει, γραφή μου στέλνει και κρυφά μου παραγγέλνει (δημ. τραγ.)
✦ διατάζω, προστάζω
✦ δίνω παραγγελία για προμήθεια: κοιμήσου και παράγγειλα στην πόλη τα προικιά σου (δημ. τραγ.) |(ιατρ.) ορίζω τα σχετικά με θεραπευτική αγωγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–