παραγάγγλιο
Προφορά
Ετυμολογία
παραγάγγλιο παρά + γάγγλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παραγάγγλιο
✦ (ανατομ.) συν. στον πληθ. παραγάγγλια, κυτταρικά αθροίσματα, όμοια με τα επινεφρίδια, που συνδέονται με διάφορα όργανα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–