παραβλέπω
Προφορά
Ετυμολογία
παραβλέπω αρχαία ελληνική παραβλέπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραβλέπω
✦ παραμελώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι: την αληθινή αγάπη στη ζωή μου την παράβλεψα, την περιφρόνησα και προσπέρασα (Άγγ. Τερζάκης)
✦ κάνω πως δε βλέπω, ανέχομαι: ας παραβλέψουμε τα ελαττώματά του, γιατί έχει και πολλά προτερήματα
✦ βλέπω πολύ καλά: φρ. βλέπω και παραβλέπω (σπάνιος ο αόρ. παραείδα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–