παραβαρύνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραβαρύνω παρά + βαρ-ύνω, -αίνω
Ερμηνεία
παραβαρύνω
✦ κ. παραβαραίνω ρ. (παραβάρυνα, παραβαρεμένος) παραφορτώνω
✦ (μτφ. ) προκαλώ μεγάλη ενόχληση, κατακουράζω
✦ (αμτβ.) γίνομαι πολύ δυσκίνητος ή καταπέφτω: με τα χρόνια παραβάρυνε ο δύστυχος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–