παραβάτισσα


παραβάτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
παραβάτισσα αρχαία ελληνική παραβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραβάτισσα

✦ θηλ. παραβάτισσα (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που παραβαίνει νόμο, που αθετεί όρκο ή υπόσχεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.