παρα-
Προφορά
Ετυμολογία
παρα- αρχαία ελληνική παρά
Ερμηνεία
παρα-
✦ ως πρώτο συνθετικό λέξεων σημαίνει: α) θέση ή κίνηση παραπλεύρως ή πλαγίως (παραθαλάσσιος, παραπλέω, παρεισδύω) β) εναντιότητα, παράβαση, υπέρβαση (παραβαίνω, παρακούω) γ) επίταση, υπερβολή (παραφορτώνω, παραβράζω) δ) υποκατάσταση (παραμάνα, παρακόρη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–