παρήγορος
Προφορά
Ετυμολογία
παρήγορος αρχαία ελληνική παρήγορος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρήγορος -η, -ο
✦ που δίνει παρηγοριά, κουράγιο, ανακουφιστικός ή ενθαρρυντικός: το παρήγορο είναι ότι υπάρχει κατανόηση – δε θα ‘χω να με συντροφέψει καμιά παρήγορη φωνή (Ναπ. Λαπαθιώτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–