παράλυτος


παράλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
παράλυτος μεταγενέστερη ελληνική παράλυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ παράλυτος -η, -ο

✦ αυτός που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός (κ. ως ουσ.): χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.