παράκληση


παράκληση
Προφορά

Ετυμολογία
παράκληση αρχαία ελληνική παράκλησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παράκληση

✦ η διατύπωση αιτήματος: έχω να κάνω μια παράκληση
✦ (εκκλ.) ικετήρια εσπερινή ακολουθία προς τη Θεοτόκο κατά την οποία ψάλλεται ο παρακλητικός κανόνας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.