παράγραφος
Προφορά
Ετυμολογία
παράγραφος μεταγενέστερη ελληνική επίθετο παράγραφος (ενν. γραμμή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παράγραφος
✦ μικρό κομμάτι γραπτού πεζού λόγου, που αποτελεί νοηματική ενότητα, και που σημειώνεται, τυπογραφικά, είτε με λευκό διάστημα στην αρχή, είτε με ειδικό σημείο ()
✦ φρ. άλλη παράγραφος, τελείως διαφορετικό ζήτημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–