παράβολο
Προφορά
Ετυμολογία
παράβολο μεταγενέστερη ελληνική παράβολον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παράβολο
✦ χρηματικό ποσό που κατατίθεται σε δημόσιο ταμείο για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος και το σχετικό παραστατικό έγγραφο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–