παπαδική


παπαδική
Προφορά

Ετυμολογία
παπαδική └θηλ┘ του επιθέτου παπαδικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παπαδική

✦ το έργο ή το αξίωμα του παπά, η ιεροσύνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.