παπαγάλος


παπαγάλος
Προφορά

Ετυμολογία
παπαγάλος └ιταλ┘pappagallo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παπαγάλος

✦ πουλί των θερμών χωρών με πολύχρωμο φτέρωμα, που μπορεί να επαναλαμβάνει έναρθρους ήχους, ψιττακός
(μτφ. ) αυτός που άκριτα επαναλαμβάνει τα λόγια άλλων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.