πανό


πανό
Προφορά

Ετυμολογία
πανό └γαλλ┘ panneau

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πανό

✦ επιφάνεια λεία, μικρής έκτασης, περιβαλλόμενη από προεξέχον πλαίσιο
✦ σανίδα για ζωγραφική
✦ κομμάτι υφάσματος στερεωμένο σε δύο κάθετα ξύλα ή κρεμασμένο σε τοίχο, στο οποίο αναγράφονται πολιτικά ή άλλα συνθήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.