πανικοβάλλω


πανικοβάλλω
Προφορά

Ετυμολογία
πανικοβάλλω πανικός + βάλλω

Ερμηνεία
ρήμα πανικοβάλλω

✦ προκαλώ πανικό
✦ (μέσ.) πανικοβάλλομαι, κυριεύομαι από πανικό, τρομοκρατούμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.