πανθομολογούμαι


πανθομολογούμαι
Προφορά

Ετυμολογία
πανθομολογούμαι πας (παντός) + ομολογούμαι• το τ τρέπεται σε θ, επειδή η λ. παίρνει δασεία

Ερμηνεία
ρήμα πανθομολογούμαι -είσαι, -είται

✦ εύχρ., συνήθως, στο γ΄ εν. πρόσ. πανθομολογείται (καθώς και στη μτχ. πανθομολογούμενος, -η, -ο) ομολογείται από όλους, είναι γενικά παραδεκτό: η πανθομολογούμενη συρρίκνωση της απήχησής του στο λαό (Καθημερινή)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.