παλινωδία
Προφορά
Ετυμολογία
παλινωδία αρχαία ελληνική παλινωδία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλινωδία
✦ αναίρεση, ανάκληση των όσων ειπώθηκαν: οι παλινωδίες στις πολιτικές επιλογές προαγγέλλουν (ή επιβεβαιώνουν) παλινωδίες ιδεολογικές (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–