παλιμπαιδισμός
Προφορά
Ετυμολογία
παλιμπαιδισμός παλίμπαις, -αιδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παλιμπαιδισμός
✦ η συμπεριφορά του παλίμπαιδος, το να συμπεριφέρεται ενήλικο άτομο και ιδ. ηλικιωμένο παιδιάστικα, ξαναμώραμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–