παινεσιάρης


παινεσιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
παινεσιάρης παινεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ παινεσιάρης -α, -ικο

✦ αυτός που συνηθίζει να παινεύει τον εαυτό του, καυχησιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.