παθιάρικος
Προφορά
Ετυμολογία
παθιάρικος παθιάρης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παθιάρικος -η, -ο
✦ ο χαρακτηριστικός του πάθους, που κατέχεται από πάθος, που εκφράζει πάθος: κι όλα τούτα τα συνοδεύανε τα πιο παθιάρικα, σεβνταλίδικα τραγούδια (Δ. Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–