παθιάζομαι


παθιάζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
παθιάζομαι πάθος

Ερμηνεία
ρήμα παθιάζομαι

✦ κυριεύομαι από έντονο και έμμονο ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι: έχει παθιαστεί με την συλλογή γραμματοσήμων – είναι παθιασμένος με τα πολιτικά – ευαίσθητος άνθρωπος, παθιάζεται με το τίποτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.