παζαρλίκι


παζαρλίκι
Προφορά

Ετυμολογία
παζαρλίκι └τουρκ┘pazarlιk

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παζαρλίκι

✦ το παζάρεμα: άρχιζαν… ατέλειωτα παζαρλίκια στην τιμή και στις λεπτομέρειες (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.